- ἔτριβε
- ἔτρῑβε , τρίβωrubimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek
φαρμακοτρίφτης — ο / φαρμακοτρίβης και φαρμακοτρίπτης, ΝΑ νεοελλ. 1. (παλαιότερα) κατώτερος υπάλληλος φαρμακείου που ασχολούνταν με το τρίψιμο τών φαρμακευτικών υλών 2. σκωπτικός χαρακτηρισμός φαρμακοποιού αρχ. δούλος φαρμακοπώλης ο οποίος έτριβε και παρασκεύαζε… … Dictionary of Greek
Γκέρικε, Ότο φον- — (Otto von Guericke, Μαγδεμβούργο 1602 – Αμβούργο 1686). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο Λέιντεν και ταξίδεψε στη Γαλλία και στην Αγγλία. Το 1627 ονομάστηκε πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου της πόλης του Μαγδεμβούργου και το 1646 δήμαρχος.… … Dictionary of Greek
Ερνστ, Μαξ — (Μαχ Ernst, Κολονία 1891 – Παρίσι 1976). Γερμανός ζωγράφος και γλύπτης. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του έλαβε μέρος στην κίνηση Νταντά και το 1919 εξέθεσε με την ομάδα FaTaGaGa (Fabrication Tableaux Garantis Gazόmetriques) τα κολάζ του, συνθέσεις … Dictionary of Greek
τρίβω — έτριψα, τρίφτηκα, τριμμένος 1. μαλάζω κάτι μετακινώντας πάνω του άλλο σώμα: Τρίβω το γόνατο με το χέρι. 2. βγάζω με την τριβή, αποσπώ: Τρίβω το καλαμπόκι. 3. καθαρίζω: Τρίβει τα τζάμια. 5. συντρίβω, κάνω σκόνη, αλέθω: Τρίβω πιπέρι. 6. (για ρούχα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)